- μοσκοφόρος
- μοσκοφόρος, -ον (Μ)βλ. μοσχοφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοσχοφόρος — α, ο (Μ μοσχοφόρος και μοσκοφόρος ον) αρωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, μυρο φόρος] … Dictionary of Greek